- γεωμόριον
- γεωμορέωtillimperf ind act 3rd pl (doric)γεωμορέωtillimperf ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωμόριον — γεωμόριον, το (Μ) [γεωμόρος] 1. το γεώμορον 2. μέρος καλλιεργημένης γης … Dictionary of Greek